τριχθά

τριχθά
Α
επίρρ. (επικ. επιτ. τ. τού τρίχα*) σε τρία μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού τρίχα (Ι), πρβλ. διχθά, τετραχθά. Για την εναλλαγή τού χ- /χθ- πρβλ. χαμηλός: χθαμαλός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τριχθά — into indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TERNARIUS Numerus — perfectionis symbolum. Ita enim Servius ad illud Virg. Ecl. 8. v. 75. Numerô Deus impare gaudet. Aut, inquit, quemcumque Superorum, iuxta Pythagoraeos, qui ternarium numerum perfectum summo Deo assignant; a quo initium et medium et finis est: aut …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τετραχθά — Α επίρρ. τέτραχα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού τέτραχα, πρβλ. διχθά, τριχθά. Για την εναλλαγή τού χ/ χθ πρβλ. χαμηλός: χθαμαλός] …   Dictionary of Greek

  • τρισσός — ή, όν, ΜΑ, και αττ. τ. τριττός και ιων. τ. τριξός, Α τριπλός μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρισσά κώδικες με τρεις στήλες αρχ. 1. τρίτος 2. ονομασία μέτρου, το ένα τρίτο άγνωστου μεγέθους 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τρισσοί ασπίδες 4. (στον… …   Dictionary of Greek

  • τριχθάδιος — ία, ον, Α τριπλός, τριμερής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριχθά + επίθημα άδιος (πρβλ. διχθ άδιος, κατοικ άδιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”